- κρατεραύχην
- κρατεραύχηνstrong-neckedmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατεραύχην — κρατεραύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό αυχένα («ἵππος κρατεραύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αὐχήν, αὐχένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
κρατεραύχενα — κρατεραύχην strong necked masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατεραύχενες — κρατεραύχην strong necked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
καρτεραύχην — καρτεραύχην, ενος, ὁ (Α) κρατεραύχην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + αὐχήν] … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek